ἑστίοις

ἑστίοις
ἕστιος
of the
masc/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έστιος — ἕστιος, α, ον (Α) [εστία] 1. αυτός που ανήκει στην εστία («τοῑς ἑστίοις θεοῑς») 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἕστιος (ενν. μήνας) ονομασία ενός από τους μήνες στη Μαγνησία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”